- συγγηθέω
- συγγηθέω, [tense] pf. -γέγηθα,A rejoice with, τινι E.Hel.727.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ξυγγέγηθε — συγγηθέω rejoice with perf imperat act 2nd sg συγγηθέω rejoice with perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγεγηθέναι — συγγηθέω rejoice with perf inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγεγήθατε — συγγηθέω rejoice with perf ind act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηθέω — και γαθέω και γήθω (A) (AM γήθομαι) χαίρομαι, ευχαριστιέμαι με κάτι ή κάνοντας κάτι αρχ. Ι. φρ. «γηθέω φρένα (ή φρενὶ ή θυμὸν ή θυμῶ) «αναγαλλιάζει, χαίρεται η ψυχή μου II. (η μτχ. παρακμ.) γεγηθώς 1. περιχαρής 2. χωρίς τιμωρία («ἦ καὶ γεγηθὼς… … Dictionary of Greek